- σέλας
- -αος, το, ΝΜΑ, γεν. και -ατος, πληθ. σέλα, -άων, Α(ιδίως για φως ουράνιων σωμάτων) έντονη λάμψη, ακτινοβολία, φεγγοβολιά («φαιδρὸν ἁλίου σέλας», Αισχύλ.)νεοελλ.(μετεωρ.-αστρον.-γεωφ.)1. οπτικό ατμοσφαιρικό φαινόμενο, ορατό κυρίως στις βόρειες ή στις νότιες πολικές περιοχές τής Γης ως φωτεινό μετέωρο, που οφείλεται στην είσοδο ηλεκτρικώς φορτισμένων σωματιδίων στην ανώτερη ατμόσφαιρα τού πλανήτη μας, αλλ. πολικό σέλας2. φρ. α) «βόρειο [πολικό] σέλας» — το σέλας που είναι ορατό στην περιοχή τού βόρειου πόλου τής Γης και που είναι ισχυρότερο από το νότιοβ) «νότιο [πολικό] σέλας» — το σέλας που είναι ορατό στην περιοχή τού νότιου πόλου τής Γηςγ) «ζώνη σέλαος» — δακτυλιοειδής περιοχή τής ανώτατης ατμόσφαιρας, κατά προσέγγιση μεταξύ γεωμαγνητικών πλατών 60° και 70° βόρεια ή νότια, μέσα στην οποία οι αφίξεις σωματιδίων προκαλούν φαινόμενα έντονου ιοντισμού και, ιδίως, εμφανίσεις πολικού σέλαοςδ) «φαινόμενο σέλαος» — ασθενής φωτοβολία στην ατμόσφαιρα, η ένταση τής οποίας εξαρτάται από την μαγνητική δόνηση και που είναι δυνατόν να εμφανιστεί σε ποικίλα γεωγραφικά πλάτηε) «μελέτη σέλαος» — κλάδος τής φυσικής τής ατμόσφαιρας ο οποίος έχει ως αντικείμενο την μελέτη τής προέλευσης και τής δομής τού βόρειου και τού νότιου σέλαοςαρχ.1. διάχυτο φως τής ατμόσφαιρας («καθαρὸν ἁμέρας σέλας», Πίνδ.)2. αστραπή («ἢ σεισμὸν ἢ βροντήν τιν' ἢ Διὸς σέλας», Σοφ.)3. φωτεινό μετέωρο4. πυρσός, λαμπάδα5. μτφ. λάμψη που εκπέμπουν σε ένδειξη οργής τα μάτια («ἐξ ὀμμάτων δ' ἤστραπτε γοργωπὸν σέλας», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκό ουδ. σε -ας (πρβλ. κνέφ-ας) άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τού τ. με τα: αβεστ. xarθranah- «η λάμψη τής δόξας» και το αρχ. ινδ. svarnara- πιθ. «λάμψη φωτός» προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες λόγω τής διατήρησης στον ελλ. τ. τού αρκτικού σ-. Για τους ίδιους λόγους αδύνατη φαίνεται και η σύνδεση τού τ. με τα: εἵλη «η θερμότητα τού ήλιου» (< ΙΕ ρίζα *swel- «σιγοκαίω») και ἥλιος. Από την λ. σέλας παράγονται τα ρήματα σελ-αγ-ῶ, με ουρανική παρέκταση -γ- (πρβλ. ἀστράγ-αλος), σελ-αγ-ίζω και σελάσσομαι (πρβλ. παταγῶ: πατάσσω)].
Dictionary of Greek. 2013.